Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βίλα
2 items total [1 - 2]
βίλα η [víla] Ο25 : μεγάλη και πολυτελής κατοικία με κήπο· έπαυλη. βιλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. villa· βίλ(α) -ίτσα]

βιλαέτι το [vilaéti] Ο44 : μεγάλη διοικητική περιφέρεια, κυρίως στην Οθωμανική Aυτοκρατορία.

[τουρκ. vilâyet < αραβ. wilāja `επαρχία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go