Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάτραχος
1 εγγραφή
βάτραχος ο [vátraxos] Ο20α θηλ. βατραχίνα [vatraína] Ο26 : μικρό τετράποδο αμφίβιο χωρίς ουρά, που ζει στις λίμνες, στους ποταμούς και στους βάλτους, έχει λείο πρασινωπό δέρμα, γουρλωτά μάτια και μετακινείται με μεγάλα πηδήματα· βατράχι: Ο ~ κοάζει.

[αρχ. βάτραχος· βάτραχ(ος) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες