Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αχάτης
1 item total
αχάτης ο [axátis] Ο10 : ημιπολύτιμη πέτρα, ποικιλία του χαλαζία, χωρισμένη σε ζώνες με διάφορες αποχρώσεις και διαφορετική διαφάνεια: Δαχτυλίδι / μενταγιόν με αχάτη. || το σχετικό κόσμημα: Φοράει έναν αχάτη.

[λόγ. < ελνστ. ἀχάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go