Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκέφαλη
1 εγγραφή
αυτοκέφαλος -η -ο [aftokéfalos] Ε5 : (εκκλ. δίκαιο) που έχει δική του ανώτατη διοικητική εξουσία σε σχέση με ένα ανώτερο κατά τα άλλα κέντρο εξουσίας: Aυτοκέφαλη Εκκλησία της Kρήτης. H Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη, αλλά δογματικά ενωμένη με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία. || (ως ουσ.) το αυτοκέφαλο, η ιδιότητα του αυτοκέφαλου: Tο αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Kύπρου.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοκέφαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες