Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδύναμο
1 item total
αυτοδύναμος -η -ο [aftoδínamos] Ε5 : που έχει δυνάμεις και ικανότητες επαρκείς για να ανταποκριθεί σε ένα έργο, χωρίς να χρειάζεται κάποια εξωτερική βοήθεια ή στήριγμα: Aυτοδύναμη κυβέρνηση, η κυβέρνηση που σχηματίζει μια πολιτική παράταξη χωρίς την υποστήριξη άλλης. ~ οικονομικά οργανισμός. || που γίνεται με τις δικές του μόνο δυνάμεις: Aυτοδύναμη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. αυτοδύναμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοδύναμος `που έχει απόλυτη δύναμη΄ κατά τη σημ. της λ. αυτοδυναμία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go