Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοδύναμος -η -ο [aftoδínamos] Ε5 : που έχει δυνάμεις και ικανότητες επαρκείς για να ανταποκριθεί σε ένα έργο, χωρίς να χρειάζεται κάποια εξωτερική βοήθεια ή στήριγμα: Aυτοδύναμη κυβέρνηση, η κυβέρνηση που σχηματίζει μια πολιτική παράταξη χωρίς την υποστήριξη άλλης. ~ οικονομικά οργανισμός. || που γίνεται με τις δικές του μόνο δυνάμεις: Aυτοδύναμη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
αυτοδύναμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. αὐτοδύναμος `που έχει απόλυτη δύναμη΄ κατά τη σημ. της λ. αυτοδυναμία]



