Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυταρχία η [aftarxía] Ο25 : ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας, επιβολή δύναμης· αυταρχισμός.
[λόγ. < ελνστ. αὐταρχία `απόλυτη εξουσία΄ σημδ. γαλλ. autocratie < αρχ. αὐτοκρατής `που κυβερνά μόνος του΄]