Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυταπάτη η [aftapáti] Ο30 : η πλάνη να πιστεύουμε ως πραγματικό ή δυνατό κτ. που μόνο ως σφοδρή επιθυμία μας υπάρχει· ψευδαίσθηση: Έχει / τρέφει τραγικές και επικίνδυνες αυταπάτες.
[λόγ. αυτ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. self-deception]



