Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ατραπός
1 item total
ατραπός η [atrapós] Ο34 : (λόγ.) δύσβατο μονοπάτι. || (μτφ.): H ~ της αρετής. H ~ της οικονομικής ανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. ἀτραπός `μονοπάτι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go