Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατενίζω
1 εγγραφή
ατενίζω [atenízo] Ρ2.1α : α.κοιτάζω κάπου ευθεία μπροστά και μακριά: ~ τον ορίζοντα. β. (μτφ.) έχω στραμμένη την προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου, τις προσπάθειές μου σε κτ.: ~ με αισιοδοξία το μέλλον.

[λόγ. < αρχ. ἀτενίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες