Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύνειδος -η -ο [asíniδos] Ε5 : (ψυχ.) α. που διαφεύγει από τον έλεγχο της ψυχολογικής συνείδησης, που δε γίνεται με επίγνωση, σκόπιμα, νηφάλια. ANT συνειδητός: Aσύνειδη κίνηση / χειρονομία. || Aσύνειδο πρόβλημα, που δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. β. (για πρόσ.) που δεν έχει ψυχολογική συνείδηση.
ασύνειδα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συνειδ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. inconscient]