Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαϊσμός
1 εγγραφή
αρχαϊσμός ο [arxaizmós] Ο17 : τάση μίμησης των αρχαίων (στα ήθη, στην τέχνη, στην έκφραση κ.ά.). || (ειδικότ.) η χρήση απαρχαιωμένων, ξεπερασμένων τρόπων έκφρασης (λέξεων, φράσεων, τύπων, συντάξεων κ.ά.): Tο κείμενο είναι γεμάτο αρχαϊσμούς.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχαϊσμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες