Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτοσκεύασμα
1 εγγραφή
αρτοσκεύασμα το [artoskévazma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία διάφορων προϊόντων της αρτοποιίας και της ζαχαροπλαστικής (κουλούρια, κουλουράκια, σταφιδόψωμα, κρουασάν κ.ά.).

[λόγ. αρτο- + σκεύασμα κατά το παρασκεύασμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες