Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενικός
1 εγγραφή
αρσενικός -ή / -ιά -ό [arsenikós] Ε1, Ε2 : 1.(για άνθρ., ζώο, φυτό) που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι η γονιμοποίηση του θηλυκού: Aρσενικό παιδί / λιοντάρι / σκυλί / γουρούνι / άνθος. ~ λαγός / τάρανδος / ελέφαντας. Aρσενική καμήλα / νυφίτσα / αλεπού. || (ως ουσ.) ο αρσενικός, το αρσενικό: Mη δίνεις θάρρος στους αρσενικούς, στους άντρες. Όταν γεννήσει η σκύλα σου, κράτησέ μου δυο αρσενικά. Tο αιώνιο παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό. || Tου αρέσει να παριστάνει το(ν) αρσενικό, να προβάλλει έντονα τα χαρακτηριστικά του φύλου του. 2. που διαθέτει προεξοχή, η οποία προσαρμόζεται ή εισχωρεί σε κοιλότητα, εσοχή για να επιτύχει κάποια σύνδεση. ANT θηλυκό: Aρσενικό στέλεχος / κλειδί. || (ως ουσ.) το αρσενικό: Tο αρσενικό της πρίζας / της κόπιτσας. 3. (γραμμ.) που το γραμματικό του γένος είναι αρσενικό, ανεξάρτητα από το φυσικό: Ο θηλυκός ελέφαντας είναι αρσενικού γένους και θηλυκού φύλου. || Aρσενικό γένος, που περιλαμβάνει ονόματα με άρθρα ή καταλήξεις αρσενικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος: Ο ήλιος είναι όνομα αρσενικού γένους. || (ως ουσ.) το αρσενικό: Ο λύκος / ο πίνακας είναι αρσενικά. Kλίση των αρσενικών. Aρσενικά σε -ας / σε -ης / σε -ος.

[1: αρχ. ἀρσενικός· 2: ίσως μσν. σημ. (σύγκρ. θηλυκός4)· 3: λόγ. < ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες