Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργά
5 εγγραφές [1 - 5]
αργάζω [arγázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. κατεργάζομαι δέρματα, συνήθ. στις ΦΡ του άργασαν το τομάρι / το κορμί / το πετσί, τον έδειραν πάρα πολύ. 2. σκληραίνω, ροζιάζω: Tα χέρια του ήταν αργασμένα από τη δουλειά.

[αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar] ]

αργαλειό το [arγaló] Ο38 : (λαϊκότρ.) αργαλειός.

[αρχ. ἐργαλεῖον (σχήμα “κατ' εξοχήν”) > ελνστ. ἀργαλεῖον (υποχωρ. αφομ. e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar]) > αργαλειό (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]

αργαλειός ο [arγalós] Ο17 : μηχανική κατασκευή, το κύριο εργαλείο με το οποίο υφαίνουν (σε σπίτια ή σε εργοστάσια)· υφαντικός ιστός: Όρθιος / καθιστός / χειροκίνητος / μηχανοκίνητος ~. Yφαίνω / κάθομαι στον αργαλειό. Kουβέρτα υφασμένη στον αργαλειό.

[μεταπλ. του ουδ. αργαλειό σε αρσ. με βάση την αιτ.]

αργαστήρι το [arγastíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το εργαστήρι.

[μσν. αργαστή ρι(ον) < αρχ. ἐργαστήριον με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ]

αργάτης ο [arγátis] Ο10 : (λαϊκότρ.) είδος βαρούλκου· εργάτης3.

[μσν. αργάτης < ελνστ. ἐργάτης (αρχ. σημ.: δες εργάτης) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες