Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπατος
1 εγγραφή
απόπατος ο [apópatos] Ο20 : (παρωχ.) αποχωρητήριο, αφοδευτήριο.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες