Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροσδόκητος -η -ο [aprozδókitos] Ε5 : για κτ. που συμβαίνει ή που εμφανίζεται, χωρίς να το περιμένει κανείς ή παρά τις αντίθετες προβλέψεις: Οι έρευνες κατέληξαν σε απροσδόκητα αποτελέσματα. Είχα μια απροσδόκητη συνάντηση. Tι απροσδόκητη εξέλιξη / τύχη! Ό,τι συνέβη ήταν φυσικό και επόμενο και καθόλου απροσδόκητο.
απροσδόκητα ΕΠIΡΡ: Οι εξελίξεις πήραν ~ ευνοϊκή τροπή, ξαφνικά. [λόγ. < αρχ. ἀπροσδόκητος]