Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτυχία
1 εγγραφή
αποτυχία η [apotixía] Ο25 : ενέργεια που δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, την επιθυμητή έκβαση. ANT επιτυχία: H ~ του στις εξετάσεις / στις εκλογές ήταν μεγάλη / παταγώδης. H ~ του να εκλεγεί βουλευτής τον έκανε να αποσυρθεί από την πολιτική. H ~ της επίθεσης ήταν ολοκληρωτική. H προσπάθειά του κατέληξε σε πλήρη ~. H ~ ενός σχεδίου / στόχου. Είχε / δοκίμασε πολλές αποτυχίες στη ζωή του, πολλές προσπάθειες, πολλοί στόχοι του απέτυχαν. || για κτ. που δεν έχει γίνει σωστά, που έχει ατέλειες και λάθη: H παράσταση / η γιορτή / η διάλεξη ήταν σωστή / τέλεια / σκέτη ~. Mεγάλη ~ αυτό το παλτό. H αγορά αυτού του οικοπέδου ήταν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀποτυχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες