Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποικίζω
1 item total
αποικίζω [apikízo] -ομαι Ρ2.1 : ιδρύω, εγκαθιστώ αποικία σε μια άλλη χώρα: Οι Έλληνες αποίκισαν την Kάτω Iταλία. Ο Kαναδάς αποικίστηκε από τους Γάλλους.

[λόγ. < αρχ. ἀποικίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go