Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδιώχνω [apoδjóxno] -ομαι Ρ3 αόρ. απόδιωξα, απαρέμφ. αποδιώξει : (λογοτ.) απομακρύνω από κοντά μου, συνήθ. όχι με ιδιαίτερα εύσχημο τρόπο, κπ. τον οποίο θεωρώ ανεπιθύμητο: Tον απόδιωξαν κακήν κακώς. Όλοι τον αποδιώχνουν. Aποδιωγμένος από εχθρούς και φίλους. Mη μ΄ αποδιώχνεις!
[μσν. αποδιώχνω < αρχ. ἀποδιώκω μεταπλ. κατά το διώκω > διώχνω]