Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδιώχνω
1 εγγραφή
αποδιώχνω [apoδjóxno] -ομαι Ρ3 αόρ. απόδιωξα, απαρέμφ. αποδιώξει : (λογοτ.) απομακρύνω από κοντά μου, συνήθ. όχι με ιδιαίτερα εύσχημο τρόπο, κπ. τον οποίο θεωρώ ανεπιθύμητο: Tον απόδιωξαν κακήν κακώς. Όλοι τον αποδιώχνουν. Aποδιωγμένος από εχθρούς και φίλους. Mη μ΄ αποδιώχνεις!

[μσν. αποδιώχνω < αρχ. ἀποδιώκω μεταπλ. κατά το διώκω > διώχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες