Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απλώστρα
1 item total
απλώστρα η [aplóstra] Ο25 : απλή κατασκευή για το άπλωμα και το στέγνωμα των ρούχων που αποτελείται συνήθ. από σχοινιά τεντωμένα σε πασσάλους ή σε ειδικά στηρίγματα: Πτυσσόμενες απλώστρες για εσωτερικούς χώρους.

[απλωσ- (απλώνω) -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go