Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλήρωτος
2 εγγραφές [1 - 2]
απλήρωτος 1 -η -ο [aplírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν πληρώσει. 1. που δεν τον ξόφλησαν· ανεξόφλητος: Άφησε το λογαριασμό / το νοίκι απλήρωτο. Έχει πολλά χρέη απλήρωτα. Έχει ακόμα απλήρωτο το σπίτι. Aπλήρωτη επιταγή. 2. που δεν του έδωσαν την αμοιβή που δικαιούται: Aυτό το μήνα μας άφησαν απλήρωτους. || που η αξία του ή η προσφορά του υπερβαίνει κατά πολύ κάθε αμοιβή που θα μπορούσε να πάρει: Όσα χρήματα κι αν πάρει αυτός είναι ~.

[μσν. απλήρωτος (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀπλήρωτος (δες απλήρωτος 2)]

απλήρωτος 2 -η -ο : (λόγ.) που δεν έχει συμπληρωθεί, που παραμένει κενός: Yπάρχουν ακόμα απλήρωτες θέσεις;

[λόγ. < ελνστ. ἀπλήρωτος `ανικανοποίητος, που δεν έχει γεμίσει΄ κατά τη σημ. της λ. πληρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες