Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεργώ
1 εγγραφή
απεργώ [aperγó] Ρ10.9α αόρ. απήργησα και (σπάν.) απέργησα, απαρέμφ. απεργήσει : αναστέλλω την εργασία μου συμμετέχοντας σε απεργία: Γιατί απεργούν πάλι; Δεν απήργησε. Aπεργούν οι εργάτες / οι υπάλληλοι / οι επαγγελματίες.

[λόγ. απεργ(ός) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες