Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεργός ο [aperγós] Ο17 θηλ. απεργός [aperγós] Ο34 : αυτός που απεργεί, ο εργαζόμενος που μετέχει σε απεργία: Συγκρούσεις απεργών και αστυνομίας. || (ως επίθ.): Οι απεργοί οικοδόμοι έκαναν συγκέντρωση στο εργατικό κέντρο.
[λόγ. απ(ο)- αρχ. -εργός (< ἔργον) κατά τα αρχ. ἐνεργός, ἀεργός `που δεν εργάζεται΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- απεργοσπάστης ο [aperγospástis] Ο10 θηλ. απεργοσπάστρια [aperγospá stria] Ο27 : 1.ο εργαζόμενος που δε μετέχει στην απεργία και εξακολουθεί να εργάζεται: Tο συνδικάτο διέγραψε από μέλη του τους απεργοσπάστες. 2. αυτός που προσλαμβάνεται για να εργαστεί στη θέση του απεργού: Οι απεργοσπάστες ήταν ανειδίκευτοι και προκάλεσαν ζημιές στις μηχανές.
[λόγ. απεργ(ία) -ο- + σπασ- (σπάω) -της· λόγ. απεργοσπά σ(της) -τρια]
- απεργοσπαστικός -ή -ό [aperγospastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους απεργοσπάστες: ~ μηχανισμός. Οι απεργοσπαστικές ενέργειες της διευθύνσεως εξαγρίωσαν τους απεργούς.
απεργοσπαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απεργοσπάστ(ης) -ικός]