Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαράμιλλος
1 εγγραφή
απαράμιλλος -η -ο [aparámilos] Ε5 : που είναι τόσο ανώτερος, καλύτερος κτλ. ώστε δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί· ασύγκριτος, άφταστος, ανυπέρβλητος: Aπαράμιλλο θάρρος. Aπαράμιλλη ποιότητα. Είμαστε απαράμιλλοι στις τιμές μας, πουλάμε πολύ φτηνά. απαράμιλλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. απαράμιλλος < αρχ. παράμιλλος `ασυναγώνιστος΄ με προσθήκη του α- 1 για να ξαναγίνει διαφανής η σύγκριση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες