Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαράμιλλος -η -ο [aparámilos] Ε5 : που είναι τόσο ανώτερος, καλύτερος κτλ. ώστε δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί· ασύγκριτος, άφταστος, ανυπέρβλητος: Aπαράμιλλο θάρρος. Aπαράμιλλη ποιότητα. Είμαστε απαράμιλλοι στις τιμές μας, πουλάμε πολύ φτηνά.
απαράμιλλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. απαράμιλλος < αρχ. παράμιλλος `ασυναγώνιστος΄ με προσθήκη του α- 1 για να ξαναγίνει διαφανής η σύγκριση]