Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαισιοδοξία
1 εγγραφή
απαισιοδοξία η [apesioδoksía] Ο25 : ψυχική κατάσταση που προέρχεται από την προδιάθεση να βλέπει κανείς μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων, καθώς και η πεποίθηση, συνήθ. βάσει στοιχείων, για τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης. ANT αισιοδοξία: Aδικαιολόγητη ~. Aντιμετωπίζει με ~ την κατάσταση. Γενική είναι η ~ για την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης.

[λόγ. απαισιόδοξ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες