Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώφλι
1 εγγραφή
ανώφλι το [anófli] Ο44 : οριζόντιο, ξύλινο, πέτρινο ή μαρμάρινο δοκάρι, που κλείνει το επάνω μέρος ενός ανοίγματος και συγκρατεί τα βάρη της τοιχοποιίας· υπέρθυρο. ANT κατώφλι: Στο ~ της πόρτας του αρχοντικού ήταν χαραγμένη η χρονολογία της κατασκευής του και το όνομα του πρωτομάστορα.

[μσν. ανώφλι < ελνστ. ή μσν. ἀνώφλιον < άνω + αρχ. φλι(ά) `παραστάδα΄, ελνστ. σημ.: `υπέρθυρο΄ -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες