Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανώγι
1 item total
ανώι το [anói] Ο45 & ανώγι το [anóji] Ο44 : (στα αγροτικά κυρίως σπίτια) ο επάνω όροφος σε αντιδιαστολή προς το κατώι. ΠAΡ Ο Mανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, για άνθρωπο που υπόσχεται ή προγραμματίζει πολλά, δεν κάνει όμως τίποτε για να τα πραγματοποιήσει.

[ανώγι: μσν. ανώγι(ν) < ελνστ. ἀνώγειον· ανώι: αποβ. του μεσοφ. [j] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go