Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντλώ
1 εγγραφή
αντλώ [andló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τραβώ προς τα έξω ένα υγρό με αντλία ή με άλλο κατάλληλο μέσο: Tο νερό αντλείται από τις γεωτρήσεις και διοχετεύεται στο σύστημα υδρεύσεως. H εταιρεία θα αντλήσει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Άντλησαν τα νερά από τα πλημμυρισμένα υπόγεια. || (λόγ.): ~ με δοχείο νερό από το πηγάδι / κρασί από το βαρέλι, βγάζω. || Tα φυτά αντλούν τις θρεπτικές ουσίες από το έδαφος, τις παίρνουν με τις ρίζες τους. 2. (μτφ.) παίρνω κάποιο απαραίτητο για μένα στοιχείο από κπ. ή από κτ. που χρησιμεύει ως πηγή: ~ δύναμη και αισιοδοξία από το παράδειγμά του. ~ επιχειρήματα / διδάγματα από τη μελέτη της ιστορίας. Πολλοί ζωγράφοι έχουν αντλήσει τα θέματά τους από τη φύση. Tο κράτος αντλεί σημαντικά έσοδα από τους έμμεσους φόρους, προσπορίζεται.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀντλῶ· 2: σημδ. γαλλ. puiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες