Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπυραυλικός
1 εγγραφή
αντιπυραυλικός -ή -ό [andipiravlikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την εξουδετέρωση των εχθρικών πυραύλων: Aντιπυραυλική άμυνα. Aντιπυραυλικά συστήματα.

[λόγ. αντι- + πυραυλικός μτφρδ. αγγλ. antimissile (anti- = αντι-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες