Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπροσωπεύω
1 item total
αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] -ομαι Ρ5.1 : (πρβ. εκπροσωπώ) 1. βρίσκομαι κάπου με εντολή κάποιου άλλου και ενεργώ για λογαριασμό του: Ο Έλληνας πρεσβευτής θα αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στο συνέδριο για την ειρήνη. 2. (μτφ.) έχω τα βασικά χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου. α. είμαι, αντιστοιχώ με κτ.: Tιμή ενός εμπορεύματος που αντιπροσωπεύει το μισό του κόστους. β. εκφράζω, φανερώνω κτ.: Πράξη / συμπεριφορά που αντιπροσωπεύει τα ήθη της εποχής μας.

[λόγ. αντιπρόσωπ(ος) -εύω μτφρδ. γαλλ. représenter & αγγλ. represent (διαφ. το μσν. αντιπροσωπώ `κοιτάζω κατευθείαν΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go