Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιολισθητικός
1 item total
αντιολισθητικός -ή -ό [andiolisθitikós] Ε1 : που προστατεύει από το γλίστρημα: ~ τάπητας. Aντιολισθητικές αλυσίδες, που τοποθετούνται στα λάστιχα του αυτοκινήτου για να εμποδίζουν το γλίστρημα σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο: Λόγω των χιονοπτώσεων τα αυτοκίνητα στο επαρχιακό δίκτυο του νομού κινούνται μόνο με αντιολισθητικές αλυσίδες.

[λόγ. αντι- + ολισθητικός μτφρδ. γαλλ. antidérapant ή αγγλ. antiskid (anti- = αντι-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go