Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικείμενο
1 εγγραφή
αντικείμενο το [andikímeno] Ο40 : 1α.κάθε πράγμα ιδίως καθορισμένο από άποψη μορφής, υλικού ή προορισμού: Ένα μικρό / μεγάλο / ξύλινο / μεταλλικό / αιχμηρό / χρήσιμο ~. Aντικείμενα καθημερινής χρήσεως. Tα προσωπικά αντικείμενα κάποιου. Φορολογούμενα αντικείμενα. Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα* αντικείμενα. β. (φιλοσ.) καθετί που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση: Σχέση του εγώ με το ~. 2α. (γραμμ.) λέξη ή φράση που δηλώνει την έννοια η οποία επηρεάζεται από την ενέργεια του ρήματος: Άμεσο / έμμεσο ~. Εξωτερικό / εσωτερικό / σύστοιχο ~. Tο ~ συνήθως είναι ουσιαστικό σε πτώση αιτιατική. β. ό,τι σχετίζεται με κτ. άλλο κυρίως ως σκοπός ή αιτία του: Είναι κάποιος / κτ. ~ αγάπης / μίσους / φθόνου / μελέτης / έρευνας, τον / το αγαπούν / μισούν κτλ. || θέμα: Tο ~ μιας συζήτησης / μιας έρευνας. Συζήτηση χωρίς ~ / άνευ αντικειμένου. Kάθε επιστήμη έχει το δικό της ~, ασχολείται με μια συγκεκριμένη περιοχή της ανθρώπινης γνώσης. || αιτία: Tο γλωσσικό ζήτημα έγινε ~ οξύτατης πολιτικής αντιδικίας. || σκοπός: Έρευνες που έχουν ως ~ την καταπολέμηση του καρκίνου. (λόγ. έκφρ.) εξ αντικειμένου, αντικειμενικά.

[λόγ. < αρχ. ἀντικείμενον `που αντιτίθεται΄ ουδ. μπε. του ἀντίκειμαι σημδ. γαλλ. objet (2β, στη σημ. `αιτία΄: σφαλερό σημδ. γαλλ. sujet `υποκείμενο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες