Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιξιάτικος
1 εγγραφή
ανοιξιάτικος -η -ο [aniksxátikos] Ε5 : που ανήκει, ταιριάζει, υπάρχει κτλ. την άνοιξη: ~ καιρός. Aνοιξιάτικες μέρες. Aνοιξιάτικη φορεσιά. Aνοιξιάτικο κουστούμι. Aνοιξιάτικα φρούτα / λουλούδια. ανοιξιάτικα ΕΠIΡΡ κατά την άνοιξη, την άνοιξη: Παντρεύτηκε ~.

[άνοιξ(η) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες