Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεξιθρησκία η [aneksiθriskía] Ο25 : η αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης και της ισοτιμίας των θρησκειών απέναντι στο νόμο: Tο σύνταγμα του 1827 δεν καθιέρωνε απλώς τη θρησκευτική ανοχή αλλά την πλήρη ~.
[λόγ. ανεξίθρησκ(ος) -ία]



