Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναδιαρθρώνω
1 item total
αναδιαρθρώνω [anaδiarθróno] -ομαι Ρ1 : διαρθρώνω κτ. από την αρχή, σε νέα και βελτιωμένη μορφή: Θα αναδιαρθρωθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις.

[λόγ. ανα- διαρθρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go