Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανέστιος
1 item total
ανέστιος -α -ο [anéstios] Ε6 : (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, σπίτι ή μόνιμη διαμονή. (έκφρ.) ~ και πένης, πάρα πολύ φτωχός, δυστυχής.

[λόγ. < αρχ. ἀνέστιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go