Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανάδραση
1 item total
ανάδραση η [anáδrasi] Ο33 : (επιστ.) α. (βιολ., κοινων., ψυχ.) η αντίστροφη ενέργεια των αποτελεσμάτων μιας διαδικασίας, στο αρχικό στάδιο της εξέλιξής της, έτσι ώστε να την ενισχύει (θετική ανάδραση) ή να την εξασθενίζει και να τη σταθεροποιεί (αρνητική ανάδραση). β. (ηλεκτρον.) φαινόμενο κατά το οποίο μέρος της ενέργειας που υπάρχει στην έξοδο επαναφέρεται στην είσοδο μιας λυχνίας: Θετική / αρνητική ~, που αυξάνει / ελαττώνει την ενίσχυση του σήματος ή ελέγχει την ποιότητά του.

[λόγ. ανα- δρά(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go