Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπέχονο
1 εγγραφή
αμπέχονο το [ambéxono] Ο41 : κοντό επανωφόρι της στρατιωτικής στολής.

[λόγ. < αρχ. ἀμπέχονον `ρούχο, σάλι που τυλίγει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες