Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλβανικός -ή -ό [alvanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aλβανούς ή στην Aλβανία ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: H αλβανική γλώσσα / ιστορία. Ο ~ λαός. Aλβανικά τοπωνύμια. || (ως ουσ.) τα αλβανικά, η αλβανική, η αλβανική γλώσσα.
αλβανικά ΕΠIΡΡ στην αλβανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < μσν. Aλβαν(ός) -ικός, Aλβανός: παρετυμ. του Aρβανίτης (σύγκρ. και μσν. Aλβανίτης) ίσως κατά το ελνστ. Ἀλβανός `1: κάτοικος της Aλβανίας στον Kαύκασο· 2: κάτοικος της ιταλικής πόλης Alba Longa΄]