Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαλητό το [alalitó] Ο38 & αλαλητός ο [alalitós] Ο17 : μεγάλος θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές και κραυγές· αλαλαγμοί, οχλοβοή: Tο πλήθος τον υποδέχτηκε με ~ χαράς και ενθουσιασμού. Tο άγριο και ξέφρενο ~.
[αρχ. ἀλαλητός ὁ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- αλάλητος -η -ο [alálitos] Ε5 : (λογοτ.) α. που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος: Aλάλητη χαρά. ~ καημός. β. που δε λάλησε ακόμα: Aλάλητο πουλί. || αμίλητος, βουβός, άφωνος.
[α: λόγ. < αρχ. ἀλάλητος· β: α- 1 λαλη- (λαλώ) -τος]