Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλαζονικός
1 item total
αλαζονικός -ή -ό [alazonikós] Ε1 : που ταιριάζει στον αλαζόνα· υπεροπτικός: ~ χαρακτήρας. Aλαζονική συμπεριφορά. Aλαζονικό βλέμμα / ύφος. Aλαζονικοί λόγοι. Έδειχνε αλαζονική περιφρόνηση. αλαζονικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀλαζονικός `κομπορρήμονας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go