Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλίπεδο
1 εγγραφή
αλίπεδο το [alípeδo] Ο40 : (γεωγρ.) παραθαλάσσια αμμώδης έκταση.

[λόγ. < ελνστ. ἁλίπεδον (διαφ. το αρχ. ἁλίπεδον όν. φυτού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες