Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλίπεδο το [alípeδo] Ο40 : (γεωγρ.) παραθαλάσσια αμμώδης έκταση.
[λόγ. < ελνστ. ἁλίπεδον (διαφ. το αρχ. ἁλίπεδον όν. φυτού)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < ελνστ. ἁλίπεδον (διαφ. το αρχ. ἁλίπεδον όν. φυτού)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |