Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακύμαντος -η -ο [akímandos] Ε5 : 1.που δεν έχει κύματα, κυματισμούς· ήσυχος, γαλήνιος: Aκύμαντη θάλασσα. T΄ ακύμαντα νερά της λίμνης. || Επίπεδη γη, ακύμαντη, χωρίς ένα βουνό, ένα λόφο. 2. (μτφ.) α. αδιατάρακτος, γαλήνιος, ήρεμος: Οι μικρές χαρές μιας ακύμαντης ζωής. β. αταλάντευτος, σταθερός: H πίστη του είναι ακύμαντη, χωρίς αμφιβολίες ή δισταγμούς.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀκύμαντος· 2: ελνστ. σημ.]