Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακτοφύλακας ο [aktofílakas] Ε5 : αυτός που υπηρετεί στην ακτοφυλακή: Aκτοφύλακες και τελωνοφύλακες καταδίωξαν τους λαθρέμπορους.
[λόγ. ακτο(φυλακή) -φύλαξ > -φύλακας κατά το χωροφύλαξ > χωροφύλακας]



