Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρόαμα το [akróama] Ο49 : ό,τι ακούει κανείς ιδίως με ευχαρίστηση, όπως τραγούδι, μουσική, απαγγελία κτλ.: Δημόσια θεάματα και ακροάματα. H καλή ποίηση δε λειτουργεί μόνο ως ανάγνωσμα αλλά και ως ~. Kοινό που προτιμάει το ~ από το ανάγνωσμα.
[λόγ. < αρχ. ἀκρόαμα]
- ακροαματικός -ή -ό [akroamatikós] Ε1 : α.που είναι κατάλληλος ή προορισμένος να ακούγεται: ~ λόγος. Οι ακροαματικοί στίχοι της υμνογραφίας. β. που γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Aκροαματική διδασκαλία. H ακροαματική διαδικασία μιας δίκης. γ. που αναφέρεται στο ακρόαμα: Tο πρόγραμμα του ραδιοφώνου πρέπει να παίρνει υπόψη του όλες τις ακροαματικές προτιμήσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροαματικός (β: σημδ. γαλλ. με βάση τα audition, audience)]
- ακροαματικότητα η [akroamatikótita] Ο28 : ο αριθμός ή το ποσοστό των ακροατών (και θεατών) μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής: H εκπομπή είναι πρώτη στον πίνακα ακροαματικότητας.
[λόγ. ακροαματικ(ός)γ -ότης > -ότητα]