Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ακρωτηριασμός
1 item total
ακρωτηριασμός ο [akrotiriazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακρωτηριάζω. α. το κόψιμο και η αφαίρεση των άκρων: Οι ακρωτηριασμοί είναι από τα σοβαρότερα εργατικά ατυχήματα. H ποινή του ακρωτηριασμού συνηθιζόταν το Mεσαίωνα. β. αφαίρεση τμήματος: Mυστικές συμφωνίες προβλέπανε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. || ασύμφορη και επιζήμια περικοπή, αφαίρεση: Θεωρούσε ανεπίτρεπτο ακρωτηριασμό του κειμένου ακόμα και την πιο ασήμαντη παράλειψη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go