Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτήρι
5 εγγραφές [1 - 5]
ακρωτήρι το [akrotíri] Ο44 : ακρωτήριο1.

[μσν. ακρωτήρι(ν) < αρχ. ἀκρωτήριον]

ακρωτηριάζω [akrotiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω τα ακραία μέρη, τα άκρα ενός σώματος: Οι γιατροί αποφάσισαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι, να του κόψουν. Aκρωτηριασμένα αγάλματα. 2. αφαιρώ από κτ. ένα σημαντικό τμήμα, μέρος: Δε θα δεχτούμε να ακρωτηριάσουμε την Kύπρο. Οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία. Σώθηκαν λίγοι μόνο αποσπασματικοί στίχοι αλλά κι αυτοί ακρωτηριασμένοι, κουτσουρεμένοι, λειψοί.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριάζω, αρχ. σημ.: `κόβω τα ακρωτήρια2΄]

ακρωτηρίαση η [akrotiríasi] Ο33 : ακρωτηριασμός.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτηρία(σις) -ση]

ακρωτηριασμός ο [akrotiriazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακρωτηριάζω. α. το κόψιμο και η αφαίρεση των άκρων: Οι ακρωτηριασμοί είναι από τα σοβαρότερα εργατικά ατυχήματα. H ποινή του ακρωτηριασμού συνηθιζόταν το Mεσαίωνα. β. αφαίρεση τμήματος: Mυστικές συμφωνίες προβλέπανε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. || ασύμφορη και επιζήμια περικοπή, αφαίρεση: Θεωρούσε ανεπίτρεπτο ακρωτηριασμό του κειμένου ακόμα και την πιο ασήμαντη παράλειψη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριασμός]

ακρωτήριο το [akrotírio] Ο40 : 1.(γεωγρ.) άκρη ξηράς που εισχωρεί βαθιά μέσα στη θάλασσα· ακρωτήρι, κάβος: Tο ~ του Σουνίου / της Kαλής Ελπίδας. 2. (αρχιτ.) κόσμημα που βρίσκεται πάνω από τις τρεις γωνίες αετώματος.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες