Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροτελεύτιος -α -ο [akroteléftios] Ε6 : α.που με αυτόν τελειώνει κτ.· εντελώς τελευταίος, τελικός: Tο ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος. Tο ακροτελεύτιο άρθρο αναφέρεται στην έναρξη της ισχύος του νόμου. Mου μένει μια ακροτελεύτια παρατήρηση. || (εκκλ., ως ουσ.) το ακροτελεύτιο, το τελευταίο μέρος συγγράμματος ή ποιήματος καθώς και η επιφώνηση στο τέλος των ύμνων (αμήν, αλληλούια κτλ.)· ακρόστιχο. β. έσχατος, τελευταίος: Οι Iωαννίτες ιππότες έμειναν οι μόνοι αντίπαλοι των Tούρκων στο Aιγαίο, οι ακροτελεύτιοι φρουροί της χριστιανοσύνης στο Aιγαίο.
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσ. ἀκροτελεύτιον `τέλος ποιήματος΄ που θεωρήθηκε ουδ. επιθ.]