Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροατήριο
1 εγγραφή
ακροατήριο το [akroatírio] Ο40 : το σύνολο των προσώπων που παρακολουθούν και ακούν μια ομιλία, μια συναυλία κτλ.· οι ακροατές: Tο ~ χειροκρότησε τον ομιλητή. Kάποιος από το ~ θέλησε να διακόψει τον ομιλητή. || (νομ.) διαδικασία στο ~, την οποία μπορούν να την παρακολουθήσουν ακροατές.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροατήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες