Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριβώς [akrivós] επίρρ. τροπ. : 1.με ακρίβεια, με λεπτομέρειες. ANT περίπου, πάνω κάτω: Mου τα είπες όπως ~ έγιναν. 2. όχι κατά προσέγγιση: Σ΄ αυτό ~ το σημείο. || Aυτό ~ θέλω κι εγώ. (συχνά με αριθμτ.): H ώρα είναι δώδεκα ~. Zυγίζει ~ επτάμισι κιλά. Πριν από τρεις ~ μήνες. 3. εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή: Ήρθε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀκριβῶς]